ασημώνω

ασημώνω
ασημώνω, ασήμωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασημώνω — [ασήμι] 1. κάνω επένδυση με ασημένια ελάσματα («ασημώνω την εικόνα», «ασημώνω το θηκάρι») 2. επαργυρώνω, ασημοκαπνίζω («ασημώνω το καντήλι ή το ρολόι») 3. δίνω ασημένιο χρώμα, κάνω κάτι να φαίνεται σαν από ασήμι («το φως του φεγγαριού ασήμωνε τη… …   Dictionary of Greek

  • ασημώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. επαργυρώνω: Ασήμωσε το καντήλι της Παναγίας στην εκκλησία. 2. προσφέρω ασημένιο νόμισμα για το καλό: Ασήμωσα το μωρό τ ανιψιού μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασήμι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 1.215 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόφινα. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία… …   Dictionary of Greek

  • ασήμωμα — το [ασημώνω] 1. η επένδυση εικόνας με ασήμι («τὸ ἀσήμωμα τῆς Παναγιᾱς») 2. η επαργύρωση αντικειμένου ή σκεύους 3. η τοποθέτηση ασημένιου νομίσματος στο κρεβάτι νεογέννητου βρέφους ή μελλονύμφων …   Dictionary of Greek

  • ασημωτής — ο [ασημώνω] ο τεχνίτης που ασχολείται με το ασήμωμα, ο επαργυρωτής …   Dictionary of Greek

  • ασημωτός — ή, ό [ασημώνω] ασημένιος ή επάργυρος …   Dictionary of Greek

  • εναργυρώ — ἐναργυρῶ ( όω) (Α) περιβάλλω, περικαλύπτω με άργυρο, επαργυρώνω, ασημώνω …   Dictionary of Greek

  • επαργυρώνω — (Α ἐπαργυρῶ, όω) καλύπτω με στρώμα αργύρου, ασημώνω, ασημοκαπνίζω αρχ. (μτφ. για δείπνο) κοστίζω πολλά χρήματα …   Dictionary of Greek

  • επαργυρώνω — επαργύρωσα, επαργυρώθηκα, επαργυρωμένος, μτβ., καλύπτω με ασήμι μεταλλικό αντικείμενο ή σκεύος, ασημώνω, ασημοκαπνίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”